Το ενδεχόμενο αλλαγής στο θεσμικό πλαίσιο της
παραγραφής, λόγω της βραχύτατης, σχετικά, προθεσμίας που ισχύει για τους
εν ενεργεία … και πρώην βουλευτές, ακόμη
και στην περίπτωση κακουργήματος, συζητήθηκε στην παρουσίαση της
έρευνας της Διεθνούς Διαφάνειας – Ελλάδας για το καθεστώς παραγραφής
αδικημάτων στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η δικηγόρος κ. Ιωάννα
Αναστασοπούλου και ο ποινικολόγος κ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος σχολίασαν το
καθεστώς παραγραφής στην Ελλάδα.
Η κ. Αναστασοπούλου πρότεινε κατάργηση της παραγραφής μετά από
πρωτοβάθμια καταδικαστική απόφαση, για να μην καταργείται η δίκη εν
επιδικία και αύξηση της προθεσμίας παραγραφής από 5 σε 10 χρόνια.
Ο κ. Αναγνωστόπουλος, από την πλευρά του, έκρινε επαρκή τη χρονική προθεσμία της παραγραφής, αλλά επέκρινε τον τρόπο χρήσης του θεσμού από τους Έλληνες βουλευτές. Ως παραδείγματα έφερε τον τρόπο που οι βουλευτές διαχειρίσθηκαν το νόμο περί ευθύνης υπουργών στην υπόθεση συναδέλφου τους, τον οποίον κάλυψαν αν και προκάλεσε το θάνατο μιας γυναίκας οδηγώντας μεθυσμένος, καθώς και τον τρόπο που κάλυψαν συνάδελφό τους, η οποία καταδικάσθηκε για το ίδιο αδίκημα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης Συγγελίδη κατά Ελλάδος.
Όπως χαρακτηριστικά είπε «το ευνοϊκό καθεστώς στη χώρα μας δεν προκύπτει από το νόμο, αλλά από τον τρόπο χρήσης του».
Συγχρόνως, επεσήμανε τη σοβαρή έλλειψη στην Ελλάδα εξειδικευμένων εισαγγελέων, μελών ΣΔΟΕ και ειδικών στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος, που σε συνδυασμό με την πολύ αργή απονομή της δικαιοσύνης, οδηγούν στην παραγραφή σοβαρών αδικημάτων.
Όπως σημείωσε, στην υπόθεση Siemens στη Γερμανία απασχολήθηκαν προανακριτικά 72 ειδικοί εισαγγελείς, όταν στην πρωτεύουσα οι εισαγγελείς είναι 70 όλοι κι όλοι. Σε ό,τι αφορά τη σχέση της Βουλής με τη δικαστική εξουσία έθεσε θέμα «τήρησης κανόνων δεοντολογίας» που δεν τηρούνται, όταν με πρωτοβουλία της Βουλής «ασκούνται διώξεις για παραγραμμένα αδικήματα, όπως έγινε στην περίπτωση του Βατοπαιδίου».
Κατά τα άλλα, μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης διαπιστώνεται επίσης στην Ιταλία και την Πορτογαλία. Ειδικά για την Ιταλία, η κ. Αναστασοπούλου αναφέρθηκε στην περίπτωση των δικαστικών ερευνών στο πλαίσιο της επιχείρησης «Καθαρά Χέρια» το 1992 που αφορούσε ευρύ σκάνδαλο δωροδοκίας, διαφθοράς και παράνομης χρηματοδότησης κομμάτων με εμπλεκόμενους υπουργούς, βουλευτές και επιχειρηματίες. Μετά το στάδιο της προδικασίας απαλλάχθηκε το 20% των κατηγορουμένων λόγω παραγραφής και μετά τη δίκη έκλεισε το 40% των υποθέσεων, εκ των οποίων το 57% λόγω παραγραφής.
Ο κ. Αναγνωστόπουλος, από την πλευρά του, έκρινε επαρκή τη χρονική προθεσμία της παραγραφής, αλλά επέκρινε τον τρόπο χρήσης του θεσμού από τους Έλληνες βουλευτές. Ως παραδείγματα έφερε τον τρόπο που οι βουλευτές διαχειρίσθηκαν το νόμο περί ευθύνης υπουργών στην υπόθεση συναδέλφου τους, τον οποίον κάλυψαν αν και προκάλεσε το θάνατο μιας γυναίκας οδηγώντας μεθυσμένος, καθώς και τον τρόπο που κάλυψαν συνάδελφό τους, η οποία καταδικάσθηκε για το ίδιο αδίκημα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης Συγγελίδη κατά Ελλάδος.
Όπως χαρακτηριστικά είπε «το ευνοϊκό καθεστώς στη χώρα μας δεν προκύπτει από το νόμο, αλλά από τον τρόπο χρήσης του».
Συγχρόνως, επεσήμανε τη σοβαρή έλλειψη στην Ελλάδα εξειδικευμένων εισαγγελέων, μελών ΣΔΟΕ και ειδικών στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος, που σε συνδυασμό με την πολύ αργή απονομή της δικαιοσύνης, οδηγούν στην παραγραφή σοβαρών αδικημάτων.
Όπως σημείωσε, στην υπόθεση Siemens στη Γερμανία απασχολήθηκαν προανακριτικά 72 ειδικοί εισαγγελείς, όταν στην πρωτεύουσα οι εισαγγελείς είναι 70 όλοι κι όλοι. Σε ό,τι αφορά τη σχέση της Βουλής με τη δικαστική εξουσία έθεσε θέμα «τήρησης κανόνων δεοντολογίας» που δεν τηρούνται, όταν με πρωτοβουλία της Βουλής «ασκούνται διώξεις για παραγραμμένα αδικήματα, όπως έγινε στην περίπτωση του Βατοπαιδίου».
Κατά τα άλλα, μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης διαπιστώνεται επίσης στην Ιταλία και την Πορτογαλία. Ειδικά για την Ιταλία, η κ. Αναστασοπούλου αναφέρθηκε στην περίπτωση των δικαστικών ερευνών στο πλαίσιο της επιχείρησης «Καθαρά Χέρια» το 1992 που αφορούσε ευρύ σκάνδαλο δωροδοκίας, διαφθοράς και παράνομης χρηματοδότησης κομμάτων με εμπλεκόμενους υπουργούς, βουλευτές και επιχειρηματίες. Μετά το στάδιο της προδικασίας απαλλάχθηκε το 20% των κατηγορουμένων λόγω παραγραφής και μετά τη δίκη έκλεισε το 40% των υποθέσεων, εκ των οποίων το 57% λόγω παραγραφής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου