ΔΡΑΚΟΜΥΓΑ Μερος δευτερο

Γραφει ο Μυρος Α .Μαρακης

 Οι συμπτώσεις είναι διττές. άλλες φορές καθορίζουν πορείες και
ιχνεύουν μονοπάτια θησαυρού και άλλες πάλι ναυαγούν ελπίδες και
δακτυλοδείχνουν το αναπόδραστο των αποτυχιών. Ειδικά όμως όταν
παρεμβαίνουν σε βιολογικές εξελικτικές διαδικασίες εν είδει μιας παιγνιώ-
δους συνωμοτικής διάθεσης, κάποιος κρυφοχαμογελάει πίσω από την
κουίντα υποσχόμενος ανατροπές.


Ένα υδαρές περιβάλλον συμβατότητας αγκάλιασε το σώμα της μ’ ένα
ληθαργικό άδειασμα μικρού θανάτου εμποτισμένου με θρεψίνες. σάκχαρα,
μεταλλεύματα, αμινοξέα, κωδικοποιημένες υγρές μνήμες και πληροφορίες
στροβιλίζονταν ολούθε θρέφοντας εκ νέου την ανυποψίαστη ιδιοσυστασία
της. Η παρείσδυσή της στο συγκεκριμένο κουκούλι ως τυχαίος ξενιστής μόνο
ως εχθρός δεν αντιμετωπίστηκε παρά με κάποιον φιλόφρονα τρόπο προτε-
ραιότητας, επιταχύνθηκε μια διαδικασία όχι εκκόλαψης αυτή τη φορά αλλά
μιας υβριδικής μεταμόρφωσης που έμελλε να κινητοποιήσει τους μοχλούς
της πιο συναρπαστικής πτήσης ολοκλήρωσης. Λίγες μέρες ενδιαίτησης ήταν
αρκετές να θεριέψουν μια αλλόκοτη πρόωρη χρυσαλλίδα που στέναζε πλέον
στο κολλώδες καταφύγιο, ώσπου κατέφθασε μια υπερήφανη στιγμή και με
μια κίνηση της, σκίζοντας τον υμένα αφιέρωσε στην πλάση μια φυσική ατα-
ξία στην υπηρεσία της παραδοξότητας.
Η τοσοδούλα συνερχόμενη σιγά-σιγά, ανυποψίαστη των νέων διαστά-
σεών της, προσπάθησε να αποτινάξει το υμενοειδές υγρό από πάνω της νοι-
ώθοντας μια παράξενη δύναμη στο φτερούγισμά της, μα μη μπορώντας να
επεξεργαστεί ακόμα τη κατάσταση, παρέμεινε για λίγες ώρες ακίνητη να στε-
γνώσει πάνω απ’ το φύλλο που τη φιλοξένησε ενθυμούμενη από την προηγούμενη το βράδυ.
Με τη βοήθεια της επόμενης ηλιόλουστης μέρας, ανασηκώθηκε στα
μακριά πλέον πόδια της κι ένα τεράστιο άνοιγμα φτερών δημιούργησε ένα
ρεύμα αέρα γύρω της. σαστισμένη και μη πιστεύοντας στα τόσα μάτια της
που αχόρταγα παρατηρούσαν το τεράστιό της είναι, αυθόρμητα διέγραψε μια
γοργή τροχιά γύρω απ’ το φυτό και προσγειώθηκε ξανά στη θέση της βρυ-
χώμενη ενστικτωδώς για το απίστευτο δώρο που της προσφέρθηκε από έναν
ολιγόωρο και ανεξήγητο ύπνο.
Ο καιρός χαριζόταν για την πρώτη πτήση, κι ενδεδυμένη τη νέα πρά-
σινη μαύρη φορεσιά της, αυτοστιγμεί εκτινάχθηκε προς δράση και διαπί-
στωση. Ηταν πλέον μια κυβερνήτης αγέρωχη, ατρόμητη στη θέα μισητών
εχθρών’ απορημένες λιβελλούλες δίσταζαν να πλησιάσουν στο πέρας της, κι
οι έντονες μελανίνες στα υπέροχα φτερά της, με τη σκέδαση του φωτός πα-
ραπλανούσαν τα λοιπά πτηνά μακριά της.
Οι μεγάλες κεραίες της ανίχνευαν οσμές σ’ ένα ευρύ πεδίο δράσης και
νέα συστατικά είχαν προστεθεί στη γκάμα των τροφών της. Με τον καιρό
ανακάλυπτε μηχανισμούς απομόνωσης τοξίνων από μέχρι πρότινος απαγο-
ρευμένα προς θρέψη φυτών. είχε εξελιχθεί σ’ ένα αρχαίο λεπιδόπτερο πολ-
λαπλών δυνατοτήτων. Έχοντας αποβάλλει από πάνω της την τυραννίδα της
μικροδιάρκειας και κατέχοντας πλέον αεροδυναμικούς μηχανισμούς ωφέ-
λειας των ανέμων, απομακρυνόταν κάθε μέρα όλο και πιο πέρα με πυξίδα
τον ήλιο προς τα πέρατα των αναζητήσεων.
Κάθε ανατολή κι άλλη πρόκληση. εφορμούσε δίχως σχέδιο πτήσης και
παραδιδόταν στην τρυφηλότητα που της παρείχαν γης και ουρανός. Αυτο-
νομία αποστάσεων, καρποί, νέκταρ, γοητευμένοι από την παρουσία της πε-
ραστικοί, παιχνιδίσματα με τον εύχαρη καιρό κι αρχοντικές ανάπαυλες με τον
βαρύθυμο και υγρό στα ατέλειωτα φιλόξενα πανδοχεία. Ένα απέραντο γαι-
οπράσινο ανάγλυφο παχιάς πλέξης συνόδευε τις άτακτες πορείες της. οι κόμ-
ποι του μορφολογούσαν τους κήπους του βασιλείου της με εναρμονισμένους
χρωματισμούς έντονης δραστηριότητας.
Γνωστές-άγνωστες υπάρξεις χάραζαν ακανόνιστες αυλακιές αλλάζον-
τας το σχεδιασμό του τάπητα από ψηλά, μα αυτές τις πλησίαζε διερευνητικά
από μακριά, για παρατήρηση και μόνο. άλλες είχαν τεράστια κλαδιά στα κε-
φάλια τους, άλλες ήταν καλυμμένες με πυκνές τρίχες και ρυγχοφόρα πρόσωπα, άλλες αγκαθωτές και βραδυκίνητες, ορισμένες γοργές και θορυβώδεις,
κάποιες με έντονα δυσάρεστες οσμές, καθώς κι αυτές οι τερατόμορφες που
στην εμφάνισή τους έτρεχαν προς άτακτη κατεύθυνση οι υπόλοιπες μα τις
δεχόταν όλες στο πλαίσιό της πάντα από μακριά γιατί μάθαινε. Είχε πλέον
επίγνωση της βαθμίδας της, κι η πελωριότητα όπως κι ένα τεραστιοδέστερο
άνοιγμα φτερών, έπρεπε να προσεγγίζονται με κάποια επιφύλαξη έως καθό-
λου. Τότε εμφανιζόταν στο πλάνο της ο παραγωγός ως θαμπό απομεινάρι
προηγούμενης πτήσης. είχε μια απροσδιόριστη έλξη προς αυτή την οντότητα,
ναι, αυτή την είχε παρατηρήσει αρκετά απ’ ότι θυμόταν και παρόλο που δεν
κατανοούσε τις κινήσεις του μάλλον κάποτε θα ήταν δίπλα του συχνά τόσο
εκ του μακρόθεν οικεία που την ένιωθε. Είχε διανύσει ήδη τέσσερεις εποχές
μεγαλειότητας καρπολογώντας το άκρον άωτον των δυνατοτήτων που εμ-
φανίζονταν μπροστά της, άλλοτε ως τολμητίας του αγνώστου κι άλλοτε ως
εμπειρικός εκτιμητής των δεδομένων, μα ήταν όλα θέαση. Ένα αγνάντεμα
γνωριμιών σ’ ένα εσώκλειστο αχανές περιβάλλον ήταν, και καθώς ο χρόνος
ολίσθαινε πάνω σε θωριές, εντυπώσεις και φωτοσκιάσεις στο υπέροχο κατά
τ’ άλλα κάδρο της, όλο και σφιγγόταν η θωρακική της κοιλότητα από έναν
καημό ουσιαστικής απραξίας και καταναγκαστικής απόλαυσης. Όλα είχαν
επιτελεστεί κατά την απουσία της, αυτή ήταν θεατής, θεατής, θεατής!
Η τρανότητά της ακυρωνόταν μέρα με τη μέρα, σαν να ήταν το μικρό-
τερο κρικάκι μιας παγκόσμιας αλυσίδας που μετέφερε και διέδιδε αδιάκοπα
πληροφορίες δημιουργίας, κι αυτό παραπονιόταν για τη σκουριά που βαρέως
έφερε εκεί, πίσω στα μετόπισθεν. Θλίψη με τη θλίψη, αποφάσισε να συναν-
τήσει ξανά τον παραγωγό. Θα τον αναζητούσε σ’ αυτό το άχρωμο περιβάλλον
που βιολογικώς ενθυμούμενη έβρισκε πάντα και τροφή πλάι του. Δίπλα του
θα μαθήτευε τον υπόλοιπο καιρό παρακολουθώντας λεπτομερώς όλες αυτές
τις ακατάπαυστες και θορυβώδεις δραστηριότητες που θυμόταν πλέον ξεκά-
θαρα. Αυτή τη φορά ως μεγαλειοτάτη θα λειτουργούσε ως υποδοχέας μάθη-
σης και εξέλιξης, ώστε με την περαιτέρω δράση της κι αυτή με την αρμόζουσα
σειρά και θέση της, ν’ ανταπέδιδε έστω κάτι, ευγνωμονούσα για τις ευεργε-
σίες που της χαρίστηκαν. Καταγοητευμένη που θα αποτελούσε επιτέλους
μέρος ενός όλου, του δούναι και λαβείν, θα πρόσφερε όπου την καλούσαν. Ω,
τι υπόλοιπη ζωή!
Το επόμενο πρωινό συναρπασμένη, πλημμυρισμένη από μπουμπούκια  τόλμης κι ανυπομονησίας γεύτηκε όσους χυμούς και φυτίνες μπορούσε για
το όσο μακρύ και να ήταν το ταξίδι της και ξεχύθηκε προς την μία και μονα-
δική πλέον γι’ αυτήν προοπτική. Με αζιμούθιο τον φίλο ήλιο φτερούγιζε αστα-
μάτητα την ημέρα, αποτραβιόταν τη νύχτα και ξανά στην πορεία της.
Αερομαχούσε μ’ εχθρούς, απέφευγε στροβίλους, κακοκαιρίες, μόνο η θέα των
κυμάτων θα την λοξοδρομούσε.
Αρκετές πτήσεις αργότερα συνάντησε επιτέλους τα πρώτα ενθαρρυν-
τικά ίχνη παραγωγών. Αγροτικοί οικισμοί, χωριά, πολιτειούλες σαν τυπογρα-
φικά αποσιωπητικά εμφανίζονταν διασπαρμένα στους περαστικούς κάμπους,
οι θύμισες όμως την σπρώχναν ακόμα παραπέρα. Είχε εικόνες ενός θεριού
που βρυχιόταν, κάπνιζε, ωρυόταν όλη μέρα και που παραδόξως έδιδε την αί-
σθηση κάποιου συγχρονισμού μέσα σ’ όλη αυτή την αναστάτωση. Έπρεπε
οπωσδήποτε να φτάσει εκεί, εκεί που ήταν αμέτρητοι, κι ότι έκαναν, το έκα-
ναν πολλές φορές το ίδιο κάθε μέρα μέχρι να το μάθουν καλά. Ήξεραν αυτοί,
εκεί ήταν το διδασκαλείο, ένα καμίνι που πυρακτωμένο ξερνούσε τις ευκαι-
ρίες, κι όπου μια από αυτές θα ήταν και η δική της. Ήταν δίπλα πλέον, το
ένιωθε, οι σαφώς μικρότερες συναθροίσεις τους γύρω-γύρω, ήταν προάγγε-
λος του βασιλικού τους πυρήνα.
Πόσο χαιρόταν που επαληθεύονταν οι αισθήσεις της, ήταν απερίγραπτο
όταν το πρωί λίγες ώρες στον ορίζοντα αργότερα αντίκριζε τις απροσμέτρη-
τες φιγούρες των αλλόκοτων γιγάντιων φωλιών τους να βοούν υπόκωφα
κάτω από τις πανύψηλες τολύπες του πυκνού καπνού και της γνώσης. Τα-
λαιπωρημένη αρκετά, έχοντας σπαταλήσει χρόνο και οργανική ουσία από το
πέρας του ταξιδιού αλλά βρισκόμενη σε μέθεξη απ’ το ανώφλι της αρχής του
νέου, όρμησε κατευθείαν προς την αίθουσα της κατανόησης.
Αλίμονο, η πιο σημαντική της μέρα, η έναρξη της μαθητείας της στ’
ανώτερα κλιμάκια, ήταν κι η μεγαλύτερη απογοήτευση που θα μπο-
ρούσε να δεχθεί η ευγενική και ευαίσθητη μεγαλειότητά της, μιας κι
η άλλη μια μέρα των παραγωγών μόνο πεδίο μάθησης δεν θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί. Αυτοί, ανέκφραστοι και προσηλωμένοι σε μια πορεία, τινά-
ζονταν ξαφνικά, αναφωνούσαν φθόγγους τρόμου, έκπληξης και απορίας
μόλις τους πλησίαζε γεμάτη ελπίδα, φιλικά, να γνωρίσει τους τρόπους τους.
Πετάριζε σιμά τους, να τους ακολουθεί για να παρατηρεί τη σοφία τους, μα
πρόσωπα γεμάτα αποστροφή και αηδία λες, την έδιωχναν μακριά προσπα-
θώντας να την απωθήσουν μ’ ότι κρατούσαν στις μακριές απολήξεις τους,
αυτές που δημιουργούσαν ότι θαύμαζε.
Απορημένη, στενοχωρημένη απ’ τις αντιδράσεις τους, ενθυμήθηκε
τους διωγμούς που υφίσταντο η πρωτοφυλή της κάθε φορά που κατέληγε
εδώ για εύρεση τροφής. Μα τώρα ήταν κάτι άλλο, ανώτερο, μια βασιλίδα που
έτεινε εαυτόν προς αγωγή και προσφορά. Κι όμως σε κάθε προσπάθεια κιν-
δύνευε να την λειώσουν είτε αδιάφορα, είτε με βλέμματα καχύποπτα δια-
στέλλοντας την κόρη των ματιών τους αμυνόμενοι λες από τη θωριά της.
Ήταν δυσπρόσιτα μαγευτικά όντα που δεν χαρίζονταν στις εν δυνάμει φιλίες
τους με διαφορετικότητες, παρ’ ότι είχε παρατηρήσει αρκετές φορές να συ-
νοδεύονται από μικρές τριχωτές οντότητες παρόμοιες με κάποιες απ’ τον
κόσμο της αλλά ήσυχες και βραδυκίνητες. Ίσως αυτές να τα κατάφερναν.
Η πρότερη συγκίνηση είχε μετατραπεί σ’ ένα παχουλό ερωτηματικό
που την κατάπινε άδοξα, ακολουθώντας τη και στις επόμενες απέλπιδες προ-
σπάθειες. Πικραμένη από τον κοινωνικό αποκλεισμό της, ως παρείσακτη πια,
φτερούγιζε απόμακρα γεμάτη θλίψη μέχρι να εξαντλήσει κι αυτήν την τε-
λευταία ημέρα και να αποτραβηχτεί κατά το γέρμα σε μέρος ασφαλές. Θα επέ-
στρεφε πίσω, ναι, στο χώρο της, στον δικό της χώρο που αγνάντευε μέχρι τα
πέρατα των ματιών της, και πιο πέρα πάλι δικός της ήταν. Εκεί που γοήτευε
τους πάντες στο πέταγμά της κι ανενόχλητη γευόταν το ξαθέρι της αυλής
της.
Κάπου στα δυτικά της αποικίας των παραγωγών, απόμερα, διέκρινε μια
συνοικία φωλιών που περικύκλωναν μια άλλη διάφανη αλλιώτικη απ’ τις
άλλες, μ’ έναν κιτρινωπό ιριδίζοντα φωτισμό που ανέδιδε μια αναπάντεχη
θέρμη και στο κέντρο της βρίσκονταν ολόκληρες συστάδες από τα αγαπη-
μένα της πανδοχεία.
Σαφώς, η μοναδική χαρά που πήρε από το μακρύ αυτό ταξίδι, εκτός
του ότι πλησιάζοντας αντιλήφθηκε πως ένα σκληρό υλικό την εμπόδιζε να
φτάσει κοντά τους κι όμως τα έβλεπε, ήταν δίπλα της. Αποφασισμένη να δια-
νυκτερεύσει στον οικείο της αυτόν χώρο και πεισμωμένη από τη συμπερι-
φορά των υποτιθέμενων μεντόρων, κάνοντας μια ανάστροφη πορεία στον
αέρα, θεριοποιώντας τις δυνάμεις της και σα να δρακοπτερύγισε προς στιγ-
μήν, μαινόμενη εφόρμησε και θραύοντας χίλια κομμάτια το εμπόδιο, σωριά-
στηκε μέσα συρόμενη, αρκετά μέτρα μακριά σ’ ένα χωμάτινο λοφίσκο. Κάπως
αργότερα, παραζαλισμένη, ανασηκώθηκε και με μια αδιόρατη αίσθηση αδυ-
ναμίας και ήττας κατευθύνθηκε στο πρώτο πανδοχείο που συνάντησε μπρο-
στά της, το οποίο αν και έσταζε λίγο ρετσίνι από το κορμό του, καθόλου δεν
την ενόχλησε να αποκάμει πλάι του και επιτέλους.
Η αυγή την βρήκε μέσα σε μια σωματική αναστάτωση κι η κούραση
μετατρεπόταν σε μια έκτακτη βιολογική ανησυχία, έπρεπε οπωσδήποτε να
χαράξει την πορεία επιστροφής της. Απογειώθηκε γοργά απ’ το χάσμα που
είχε δημιουργήσει αποβραδίς και ξεχύθηκε στο διάδρομο της φυγής μα τα
νεφελώματα των παραγωγών την αποπροσανατόλισαν σ’ αντίστροφη κατεύ-
θυνση. Αγνοώντας το λάθεμα, φτερούγιζε αδιάκοπα, είχε ήδη απομακρυνθεί
από την αποικία κι αδημονούσε να επιστρέψει, κενή από συναισθήματα.
Μόνο να επέστρεφε.
Η διαδρομή ήταν παραπάνω από εξουθενωτική. Ατονούσαν οι δυνά-
μεις της, ανεμοπτέριζε όποτε ήταν δυνατό, γινόταν απρόσεκτη και κινδύνευε.
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, αισθάνθηκε το άνοιγμα των φτερών της να μι-
κραίνει και το κορμί της να συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο. Έπρεπε
να φτάσει, αν ήταν το τέλος της να ήταν στην αυλή της, στα δικά της, σ’ αυτά
που την αγάπησαν και την σεβόντουσαν, ήταν μια κυρία. Τα πλουμιστά της
σχέδια ξεθώριαζαν σχηματίζοντας πολύχρωμες κλωστούλες στον αέρα απο-
χαιρετώντας την κι αυτή πασχίζοντας να καλύψει λίγη ακόμη απόσταση, όλο
και χανόταν στην αναπόληση της ευχής της. Παρασυρμένη πια τελείως κατ’
άνεμο και ξανά τοσοδούλα, κατέληξε από μια χαραμάδα σε μία μακρόστενη
νοτισμένη σπηλιά διασπαρμένη με μια στρώση ξανθωπού γρασιδιού. Κι εφό-
σον βεβαιώθηκε πως είναι μόνη, συναισθανόμενη πρωτόγνωρα μια σπιθαμι-
αία σταγονίτσα να κυλά απ’τα πολλαπλά, ανακουφισμένα πλέον μάτια της,
αφέθηκε στην τελευταία στοργή των σκέψεών της και της δράσης της. Ήταν
όλα καλά!





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου