Α’ Γαλατική εκστρατεία
Με τον Πύρρο στην Ιταλία και τον ραδιούργο Πτολεμαίο Κεραυνό στο μακεδονικό θρόνο, η Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους αιμοδιψείς Κέλτες [που τότε βρίσκονταν στη Βόρειο Βαλκανική, περίπου στα εδάφη της σημερινής Κροατίας]. Οι Γαλάτες είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: ο Κερέθριος ήταν ο ηγέτης ενάντια στους Θράκες, οι εισβολείς στην Παιονία είχαν ως καθοδηγητές το Βρέννο και τον Ακινοχώριο, ενώ ο Βέλγιος (ή Βόλγιος) επιτέθηκε στους Μακεδόνες και στους Ιλλυριούς και αντιμετώπισε τον Πτολεμαίο Κεραυνό. Ο Μονούνιος των Δαρδάνων, μαθαίνοντας ότι οι Κέλτες πλησίαζαν, έστειλε πρεσβευτές στον Πτολεμαίο Κεραυνό, προσφέροντάς του συνθηκολόγηση και υποστήριξη ενάντια στον εχθρό με 20.000 άνδρες. Ο Κεραυνός αρνήθηκε λέγοντας: «Η Μακεδονία θα ήταν χαμένη αν ο λαός που υπέταξε ολόκληρη την Ανατολή χρειαζόταν υποστήριξη από τους Δαρδάνους για να προστατεύσει τον τόπο του…».
Οι Κέλτες του Βελγίου είχαν ήδη κατακλύσει την Ιλλυρία και πλησίαζαν στα δάση κοντά στα δυτικά σύνορα της Μακεδονίας. Προσέφεραν στον Πτολεμαίο διατήρηση της βασιλείας του έναντι βαριάς φορολογίας. Εκείνος τους περιγέλασε αποκρινόμενος:
«…αυτή η πρότασή σας καταδεικνύει τον τρόμο που έχετε για τα μακεδονικά όπλα. Ειρήνη θα κάνουμε μόνο αν ρίξετε τα όπλα σας στη γη και μου παραδώσετε τους αρχηγούς σας ως ομήρους…»
Η αλαζονεία του Κεραυνού έμελε να είναι η καταδίκη του. Προκάλεσε τους Γαλάτες σε μια βιαστική ανοιχτή μάχη, πιστεύοντας ότι ήταν άτρωτος. Δε συμβουλεύτηκε καν τους στρατηγούς του, οι οποίοι εις μάτην τον προέτρεπαν να περιμένει να συγκεντρώσει περισσότερο στρατό για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. Η σύγκρουση ήταν λυσσαλέα. Οι Κέλτες, πολεμώντας μανιασμένα, δεν άργησαν να συναντήσουν το Μακεδόνα βασιλιά στη μάχη, ο οποίος, απερίσκεπτος καθώς ήταν, όρμησε προς το μέρος τους, επιβαίνοντας σε έναν ελέφαντα. Οι γραμμές των Μακεδόνων, που υστερούσαν αριθμητικά, διασπάστηκαν και ο ελέφαντας του Κεραυνού σωριάστηκε πληγωμένος στο έδαφος, με τον Πτολεμαίο να τραυματίζεται βαριά. Οι Κέλτες τον έπιασαν ζωντανό, τον αποκεφάλισαν και κάρφωσαν το κεφάλι του σε ένα δόρυ, περιφέροντάς το ως σημάδι νίκης και μέσο εκφοβισμού των αντιπάλων τους.
Μετά τη συντριβή του μακεδονικού στρατού, οι Γαλάτες ξεχύθηκαν στην απροστάτευτη γη της Μακεδονίας. Λεηλάτησαν την ύπαιθρο με τρομερή μανία αλλά δεν κατόρθωσαν να κάνουν το ίδιο με τις οχυρωμένες πόλεις, καθώς δεν ήξεραν πώς να τις εκπορθήσουν. Στην ύπαιθρο όμως έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό καίγοντας και σφάζοντας ό,τι και όποιον έβρισκαν στο διάβα τους. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού ανέβηκε στο μακεδονικό θρόνο ο αδερφός του Μελέαγρος. Η βασιλεία του κράτησε μόλις δύο μήνες διότι οι Μακεδόνες που είχαν βιώσει τα δεινά που είχε φέρει στον τόπο τους ο φιλόδοξος Κεραυνός δεν ήθελαν κάποιον συγγενή του στο θρόνο. Στη θέση αυτού στέφθηκε βασιλιάς ο Αντίπατρος, ανιψιός του Κάσσανδρου. Και αυτός όμως δεν κατάφερε να εξαλείψει τη γαλατική απειλή. Ένας ευγενής με το όνομα Σωσθένης τον ανάγκασε να παραιτηθεί, συγκέντρωσε στρατό και άρχισε να μάχεται ενάντια στον εισβολέα, καταφέρνοντας να εκδιώξει τελικά τους Κέλτες απ’ τη Μακεδονία. Επειδή η φύση της πρώτης κελτικής εκστρατείας το 279 π.Χ. ήταν κυρίως αναζήτηση λαφύρων παρά οργανωμένη προσπάθεια αποικισμού, οι Κέλτες, με κορεσμένη τη δίψα τους για λάφυρα, δε βρήκαν το σθένος να συνεχίσουν άλλο την εκστρατεία τους κι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Β’ Γαλατική εκστρατεία
Υπήρχε ωστόσο μεταξύ αυτών κάποιος του οποίου η δίψα για αίμα και πλούτη ήταν ακόρεστη. Ο Γαλάτης αρχηγός Βρέννος, μιλώντας δημόσια αλλά και κατ’ ιδίαν με Γαλάτες αξιωματούχους, πίεζε για ακόμα μια εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα. Φθονούσε τα κέρδη του Βελγίου από την προηγούμενη εκστρατεία στη Μακεδονία και ήθελε και αυτός ανάλογα πλούτη για τον εαυτό του. Σε μια συνέλευση μάλιστα έφερε ενώπιον όλων κάποιους μικρόσωμους, κεκαρμένους και φτωχοντυμένους Έλληνες αιχμαλώτους και τους έβαλε δίπλα δίπλα με τους ψηλότερους των φρουρών του. Είπε ότι οι ελληνικές πόλεις κράτη στην ασύλητη ακόμη νότια περιοχή της Ελλάδας ήταν ανίσχυρες εκείνον τον καιρό, διέθεταν ωστόσο αρκετά πλούτη και ναούς γεμάτους με ασήμι και χρυσό. Έδειχνε τους αιχμαλώτους και υποστήριζε ότι το μόνο που είχαν να κάνουν για να περιέλθει στην κατοχή τους ο ελληνικός πλούτος ήταν να επιτεθούν σε αυτά τα αδύναμα ανθρωπάκια.
Για την εκστρατεία αυτή οι Γαλάτες συγκέντρωσαν έναν μεγάλο αριθμό πεζών, τους οποίους ορισμένες πηγές υπολογίζουν σε πάνω από 200.000, χωρίς να υπολογίζουν τους μη μάχιμους (ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά) που ακολουθούσαν. Οι κελτικές ορδές ξεκίνησαν στις αρχές της άνοιξης του 278 π.Χ. . Από το γαλατικό στρατό 20.000 άνδρες κατευθύνθηκαν προς τη χώρα των Δαρδάνων υπό τις διαταγές του Λεοννόριου και του Λουτάριου. Οι υπόλοιποι συνέχισαν νότια προς τη Μακεδονία. Ο Σωσθένης τήρησε αμυντική στάση, κατάφερε να συγκρατήσει τη βαρβαρική ορμή και τους απώθησε προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Η αντίσταση των Μακεδόνων οδήγησε τους Γαλάτες ακόμα πιο νότια, στη Θεσσαλική γη. Οι Έλληνες, στο άκουσμα της είδησης πως οι βάρβαροι πλησιάζουν, αποφάσισαν να δράσουν. Ο ελληνικός στρατός γνώριζε καλά τι θα αντιμετωπίσει. Ο Παυσανίας αναφέρει σχετικά :«Το ελληνικό γενναίο πνεύμα χάθηκε μέσα σε λίγες στιγμές ωστόσο η δύναμη του φόβου ανάγκασε τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι έπρεπε να πολεμήσουν. Γνώριζαν ότι αυτή η πάλη δε γινόταν για την ελευθερία τους, όπως τότε που αντιμετώπισαν τους Πέρσες. Δεν έφτανε πλέον να προσφέρουν γη και ύδωρ. Τα γεγονότα που συνέβησαν στη Μακεδονία, στη Θράκη και στην Παιονία ήταν ακόμα νωπά στη μνήμη τους, ενώ νέες αιματοχυσίες λάμβαναν πλέον χώρα και στη Θεσσαλία. Κάθε άνδρας ως ξεχωριστή μονάδα και κάθε πόλη συνολικά συνειδητοποιούσαν ότι οι Έλληνες θα έπρεπε είτε να αντεπεξέλθουν στις περιστάσεις είτε να αφανιστούν».
Ως καλύτερο σημείο οχύρωσης επιλέχτηκε για ακόμα μια φορά το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών. Το σημείο αυτό αποτελούσε μια στενή πύλη η οποία κατά την αρχαιότητα βρισκόταν μεταξύ του όρους Οίτη και της θάλασσας και ήταν το βασικό πέρασμα προς τη νότια Ελλάδα. Στο σημείο αυτό οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις περσικές ορδές το 480 π.Χ. και οι Αθηναίοι αναχαίτισαν επιτυχώς τους Μακεδόνες 128 χρόνια αργότερα. Το 279 π.Χ. οι Βοιωτοί έστειλαν 10.000 οπλίτες και 500 ιππείς με επικεφαλής τους Κηφισόδοτο, Θεαρίδα, Διογένη και Λύσσανδρο. Από τους Φωκείς εστάλησαν 3.000 πεζικάριοι και 500 ιππείς. Περίπου 13.000 η συνολική δύναμη των Ελλήνων της σημερινής νότιας Ελλάδας. Μαζί με αυτούς ήταν και 500 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και άλλοι τόσοι στρατιώτες από το βασίλειο των Σελευκιδών μαζί με πολλές αθηναϊκές τριήρεις. Οι μοναδικοί που δεν έστειλαν στρατό ήταν οι Πελοποννήσιοι. Η απουσία πλοίων στον κελτικό στρατό τους εφησύχαζε μια και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να περάσουν τη θάλασσα του Κορινθιακού παρά μόνον από το στενό του Ισθμού. Αποφάσισαν λοιπόν να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη του Ισθμού και να τους περιμένουν.
Η πρώτη Ελληνική εκστρατεία αναχαίτισης – Αποτυχία στον Σπερχειό ποταμό
Όταν οι Έλληνες συγκέντρωσαν όλες τους τις δυνάμεις, πληροφορήθηκαν ότι οι Γαλάτες είχαν ήδη προσεγγίσει τη Μαγνησία και τη Φθιώτιδα. Αποφάσισαν να στείλουν ένα απόσπασμα αποτελούμενο από όλο το ιππικό καθώς και 1.000 ελαφρά οπλισμένους άντρες στο Σπερχειό, προσπαθώντας να μην επιτρέψουν στους Γαλάτες να διασχίσουν τον ποταμό. Με την άφιξή τους, οι ελληνικές δυνάμεις κατέστρεψαν τις γέφυρες του ποταμού και έλαβαν θέσεις στις όχθες του.
Αλλά ο Βρέννος, αν και βάρβαρος, δεν ήταν απολίτιστος ούτε είχε άγνοια των πολεμικών έργων. Την ίδια νύχτα έστειλε στρατιωτικό απόσπασμα στο Σπερχειό, μακριά από τις κατεστραμμένες γέφυρες, σε σημεία όπου μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό. Ο Βρέννος επέλεξε δεινούς κολυμβητές και ψηλούς στρατιώτες γι’ αυτή την αποστολή. Άλλωστε, οι Κέλτες ήταν κατά πολύ ψηλότεροι από τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, κάτι που είχαν διαπιστώσει και οι Ρωμαίοι πριν από τους Έλληνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αρκετοί Γαλάτες διέσχισαν κολυμπώντας τον ποταμό τη νύχτα χρησιμοποιώντας τις ασπίδες τους ως σχεδίες, ενώ οι ψηλότεροι εξ αυτών σχεδόν διέσχισαν τα νερά περπατώντας στον πυθμένα με το κεφάλι τους να προβάλλει έξω από το νερό. Οι Έλληνες που βρίσκονταν στο Σπερχειό, όταν πληροφορήθηκαν ότι το βράδυ οι βάρβαροι είχαν διασχίσει τον ποταμό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και επέστρεψαν στις γραμμές της κύριας στρατιάς, φοβούμενοι το ενδεχόμενο της περικύκλωσης. Ο Βρέννος ανάγκασε τους κατοίκους που βρίσκονταν γύρω από το Μαλιακό κόλπο να ξαναχτίσουν τις γέφυρες πάνωαπό το Σπερχειό. Εκείνοι, φοβούμενοι τις συνέπειες της άρνησής τους, υπάκουσαν.
Ο Βρέννος διέσχισε με το στρατό του τις γέφυρες και κατευθύνθηκε προς την Ηράκλεια. Οι Γαλάτες λεηλατούσαν τα πάντα στο διάβα τους σφαγιάζοντας όσους συναντούσαν στα περίχωρα, χωρίς να επιτίθενται στην πόλη. Η Ηράκλεια προστατευόταν από τους Αιτωλούς, οι οποίοι πριν ένα έτος είχαν αναγκάσει τους κατοίκους της να συμμετάσχουν στην Αιτωλική Συμπολιτεία. Οι Αιτωλοί θεωρούσαν ότι η πόλη τούς ανήκε όσο και στους Ηρακλειδείς. Ο Βρέννος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την πόλη της Ηράκλειας. Κύριος στόχος του ήταν να υπερκεράσει τις δυνάμεις που προστάτευαν τα στενά των Θερμοπυλών και να εισβάλλει στη Νότια Ελλάδα.
Μάχη στα στενά των Θερμοπυλών
Έλληνες λιποτάκτες είχαν ενημερώσει το Βρέννο για τις δυνάμεις που θα αντιμετώπιζε στις Θερμοπύλες. Παρά την ύπαρξη της ελληνικής στρατιάς, προέλασε από την Ηράκλεια και ξεκίνησε την επίθεση την αυγή της επόμενης μέρας. Δεν είχε μαζί του Έλληνα μάντη και δεν προέβη σε μυστηριακές θυσίες, αν όντως οι Κέλτες πίστευαν σε τέτοιου είδους δοξασίες. Οι Έλληνες αντιτάχθηκαν σιωπηρά και με τάξη. Όταν προσέγγισαν τους Γαλάτες, το ιππικό απομακρύνθηκε ελάχιστα από τον κύριο κορμό, ενώ οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες έμειναν πιο πίσω εκτοξεύοντας ακόντια, βέλη και πέτρες.
Το ιππικό και των δύο παρατάξεων δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο επειδή το έδαφος στο πέρασμα δεν ήταν μόνο στενό αλλά και ολισθηρό λόγω του βραχώδους εδάφους και των χειμάρρων που κυλούσαν ανάμεσα στα βράχια. Οι Γαλάτες ήταν ελαφρύτερα οπλισμένοι από τους Έλληνες: πολλοί από αυτούς πολεμούσαν γυμνοί από τη μέση και πάνω και ως μοναδικό αμυντικό όπλο είχαν τις ασπίδες τους, οι οποίες ήταν κατώτερες τεχνολογικά από τις ελληνικές και τους παρείχαν ελάχιστη προστασία. Με τρομερό πάθος και πολεμική ορμή, την ώρα της μάχης μετατρέπονταν σε ανίκητες πολεμικές μηχανές. Χτυπημένοι από τσεκούρι ή ξίφος, συνέχιζαν να πολεμούν ώσπου να πέσουν νεκροί. Τρυπημένοι από ακόντια ή βέλη συνέχιζαν να μάχονται με το σθένος τους αναλλοίωτο όσο μέσα τους κυλούσε ζωή. Ορισμένοι έβγαζαν τα καρφωμένα στο σώμα τους ακόντια και τα εκσφενδόνιζαν πίσω στους αντιπάλους τους ή τα χρησιμοποιούσαν για μάχη σώμα με σώμα.
Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι που βρίσκονταν στις τριήρεις, αγκυροβολημένοι στη λάσπη που εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα, με δυσκολία και κίνδυνο έφεραν τα πλοία τους όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ακτή, εξαπολύοντας βέλη ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να ριφθεί ενάντια στους Γαλάτες. Οι τελευταίοι ευρισκόμενοι σε πλήρη σύγχυση και μέσα σε πολύ περιορισμένο χώρο, προκάλεσαν κάποιες απώλειες στους Έλληνες αλλά οι ίδιοι υπέστησαν ακόμα μεγαλύτερες. Αυτή η εξέλιξη ανάγκασε τους αρχηγούς τους να τους αποσύρουν πίσω στο Γαλατικό στρατόπεδο. Υποχωρώντας άτακτα και υπό πλήρη σύγχυση, αρκετοί από αυτούς ποδοπατήθηκαν από τους συντρόφους τους ενώ κάποιοι έπεσαν σε βάλτους και βούλιαξαν κάτω από τη λάσπη. Οι απώλειές τους κατά την υποχώρηση ήταν εξίσου μεγάλες με αυτές που υπέστησαν στη μάχη.
Αφού οι Κέλτες είχαν πλέον λεηλατήσει στο διάβα τους σπίτια και ναούς, παραδίνοντας το Κάλλιο στις φλόγες, επέστρεψαν από τον ίδιο φυσικό αυχένα με σκοπό να συναντήσουν τον υπόλοιπο γαλατικό στρατό. Καθ’ οδόν συνάντησαν τους Πατρινούς, οι οποίοι ήταν οι μόνοι μεταξύ των Αχαιών που είχαν απαντήσει στο πολεμικό κάλεσμα των Αιτωλών. Εκπαιδευμένοι ως οπλίτες, διενήργησαν μια κατά μέτωπον επίθεση ενάντια στους Γαλάτες αλλά υπέστησαν εκτενείς απώλειες απέναντι σε έναν σαφώς πολυπληθέστερο στρατό. Στη σημερινή θέση Κοκκάλια (τοποθεσία που οφείλει την ονομασία της στα πολλά διασκορπισμένα και θρυμματισμένα οστά που απαντώνται εκεί μέχρι και σήμερα, ανεξίτηλα σημάδια μιας τρομακτικής μάχης), οι 8.000 Αιτωλοί, άνδρες και γυναίκες, συνέχιζαν να καταδιώκουν τους βαρβάρους και να τους επιτίθενται. Πολλά από τα βέλη που τους έριχναν έβρισκαν στόχο επειδή οι Γαλάτες δεν είχαν ισχυρή αμυντική θωράκιση. Οι Αιτωλοί οπισθοχωρούσαν όταν οι Γαλάτες τους επιτίθεντο και επέστρεφαν δριμύτεροι όταν οι τελευταίοι γύριζαν τα νώτα τους. Οι Καλλιείς οι οποίοι είχαν υποστεί τη μεγαλύτερη καταστροφή, επεδείκνυαν τη μεγαλύτερη οργή. Κατάφεραν να εκδικηθούν το θάνατο των συντρόφων τους προκαλώντας μεγάλες απώλειες στο γαλατικό απόσπασμα. Από τους 40.800 λιγότεροι από τους μισούς επέστρεψαν στις Θερμοπύλες.
Απεικόνιση διαδρομής Γαλατών.
Ηρακλειώτες και Αινιάνες – πρόθυμοι “πληροφοριοδότες”
Εν τω μεταξύ, οι αποδυναμωμένοι Έλληνες που βρίσκονταν στις Θερμοπύλες επρόκειτο να υπερκερασθούν από τις στρατιές του Βρέννου σε μια τραγική επανάληψη της ιστορίας. Όπως στην πρώτη μάχη των Θερμοπυλών, έτσι και τώρα ο Βρέννος ακολούθησε τις υποδείξεις των Ηρακλειωτών και των Αινιανών ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο που είχαν ακολουθήσει οι Πέρσες (την Ανοπαία Ατραπό). Το έκαναν αυτό όχι διότι δεν ήταν πιστοί στον ελληνικό αγώνα αλλά επειδή ήθελαν να φύγουν οι Κέλτες το γρηγορότερο δυνατόν από τη γη τους πριν την ερημώσουν. Ο Βρέννος, αφήνοντας διοικητή του κύριου σώματος της στρατιάς τους τον Ακιχώριο, κατευθύνθηκε με 40.000 άνδρες προς το πέρασμα. Κατέστησε σαφές στον αντικαταστάτη του ότι δεν έπρεπε να επιτεθεί στους Έλληνες προτού ολοκληρωθεί η κίνηση της περικύκλωσης. Εκείνη την ημέρα η ομίχλη ήταν πυκνή και είχε απλωθεί μέχρι τις παρυφές της Οίτης, εμποδίζοντας την ορατότητα των Φωκέων που φυλούσαν το πέρασμα. Οι Γαλάτες τους αιφνιδίασαν, ωστόσο οι Φωκείς αντιστάθηκαν γενναία. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από το πέρασμα. Κατόρθωσαν εντούτοις να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους και να τους αναφέρουν την επικείμενη περικύκλωση προτού αυτή λάβει χώρα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Αθηναίοι κατάφεραν να αποσύρουν έγκαιρα τις τριήρεις και τα στρατεύματά τους. Το ίδιο έπραξαν και οι υπόλοιπες ελληνικές, με καθεμιάς το στρατό να επιστρέφει στην πατρίδα του. Σε αυτή τη μάχη δεν υπήρξε κάτι ανάλογο με τους 300 Σπαρτιάτες και τους 700 Θεσπιείς. Ίσως για αυτό το λόγο να είναι λιγότερο γνωστή. Το πέρασμα ήταν πλέον ανοιχτό, με ολόκληρη τη Νότια Ελλάδα να είναι απροστάτευτη στην Κελτική επέλαση.
Επιδρομή στους Δελφούς
Ο Βρέννος και ο Ακιχώριος είχαν πλέον να επιλέξουν την επόμενη κίνηση………να κινούντο εναντίον των Αθηνών. Ο Βρέννος, χλευάζοντας τους αθάνατους θεούς των Ελλήνων είπε ειρωνικά ότι «εκείνοι που έχουν τα πλούτη θα πρέπει να φερθούν γενναιόδωρα στους θνητούς.». Χωρίς να σπαταλήσει χρόνο, διέταξε τον Ακιχώριο να εγκαταστήσει ένα μέρος του στρατού στην Ηράκλεια για να κρατά απασχολημένους τους Αιτωλούς και στη συνέχεια, με τον υπόλοιπο στρατό, να ακολουθήσει πορεία με κατεύθυνση στους Δελφούς. Ο ίδιος αναχώρησε από τις Θερμοπύλες διασχίζοντας τα στενά του Παρνασσού με σκοπό να συλήσει το θησαυροφυλάκιο που βρισκόταν μέσα στον ιερό ναό του θεού Απόλλωνα.
Τρομοκρατημένοι οι κάτοικοι των Δελφών, αναζήτησαν καταφύγιο στο Μαντείο. Σε υπεράσπιση του Μαντείου προσέτρεξαν οι Φωκιείς από την Άμφισσα και περίπου 1200 Αιτωλείς. Η κύρια στρατιά των Αιτωλών στράφηκε ενάντια στον Ακιχώριο, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ ξεκινήσει από την Ηράκλεια για να συναντήσει το Βρέννο (έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή που ο Βρέννος τού ανέθεσε). Στην ουσία οι Αιτωλοί αναλώθηκαν σε συνεχή ανταρτοπόλεμο παρενοχλώντας την οπισθοφυλακή της γαλατικής παράταξης η οποία μετέφερε τα λάφυρα από τις προηγούμενες λεηλασίες. Αυτή η δολιοφθορά ανάγκασε τους Γαλάτες να κινούνται με αργό ρυθμό. Ο Βρέννος αφίχθη στους Δελφούς όπου είχε πλέον να αντιμετωπίσει τους Έλληνες που είχαν καταφτάσει να υπερασπιστούν το ιερό. Προσπάθησε να εγείρει το ηθικό των στρατιωτών του δείχνοντάς τους στον ορίζοντα το μαντείο και λέγοντάς τους ότι τα αγάλματα και τα άρματα με τα τέσσερα άλογα, ευδιάκριτα από εκείνο το σημείο, ήταν κατασκευασμένα από καθαρό χρυσάφι και θα αποδεικνύονταν ακόμα πιο μεγάλα σε αξία όταν ζυγίζονταν.
Οι Δελφιείς από την άλλη πλευρά είχαν ως μοναδική πηγή θάρρους την πίστη ότι ο θεός Απόλλωνας ήταν στο πλευρό τους παρά τις δικές τους ικανότητες και δυνάμεις. Κατάφεραν ωστόσο να αποκρούσουν την επίθεση των αναρριχώμενων στους βράχους Γαλατών εκσφενδονίζοντας πέτρες και ακόντια από την κορυφή του λόφου. Σύμφωνα με την ποιητική περιγραφή του Παυσανία, οι Γαλάτες, εκτός από τους Έλληνες, είχαν να αντιμετωπίσουν και τα στοιχεία της φύσης, σεισμούς, κεραυνούς και αστραπές, σημάδια θεόσταλτα από το θεό Απόλλωνα. Πέραν της «θεϊκής παρέμβασης» φαίνεται πιθανό να επικρατούσε στην περιοχή σφοδρή καταιγίδα, με αποτέλεσμα αρκετοί από τους Γαλάτες να σκοτωθούν από τις συνεχείς κατολισθήσεις βράχων.
Ωστόσο, πολλές ήταν οι απώλειες και για τους Έλληνες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας η κατάσταση για τους Γαλάτες δεν ήταν καλύτερη. Αφόρητο ψύχος κάλυψε την περιοχή ενώ βράχια έπεφταν συνέχεια από τον Παρνασσό και καταπλάκωναν πολλούς από τους στρατιώτες του Βρέννου, οι οποίοι ήταν μαζεμένοι σε ομάδες για να προστατευθούν από ενδεχόμενες αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιθέσεις των Ελλήνων. Μόλις ο ήλιος πρόβαλε πάνω από τους Δελφούς, οι Έλληνες επιτέθηκαν κατά μέτωπο με εξαίρεση τους Φωκιείς, οι οποίοι, γνωρίζοντας καλά το μέρος, επέλεξαν να κατέβουν στις δύσβατες πλαγιές του Παρνασσού και να χτυπήσουν τους Κέλτες στα μετόπισθεν εξαπολύοντας βέλη και ακόντια. Στην αρχή της μάχης οι Γαλάτες αντιστάθηκαν ατρόμητα, ειδικότερα η φρουρά του Βρέννου. Ωστόσο, μόλις τραυματίστηκε ο αρχηγός τους, αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, καθώς οι Έλληνες επετίθεντο από όλες τις μεριές. Κατά την οπισθοχώρησή τους αυτή έσφαξαν όσους από τους συντρόφους τους ήταν τραυματισμένοι ή βαριά άρρωστοι από τις κακουχίες και δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν.
Αποτυχία Γαλατικής εκστρατείας
Με τον ερχομό της επόμενης νύχτας, οι Γαλάτες κατελήφθησαν από συναισθήματα σύγχυσης και φόβου. Πολλοί από αυτούς στράφηκαν ενάντια στους συντρόφους τους και άρχισαν να αλληλοεξοντώνονται. Οι Φωκιείς ήταν οι πρώτοι που ανέφεραν στους υπόλοιπους Έλληνες τον ακατάσχετο πανικό που είχε κυριεύσει τον εχθρό. Αυτή η εξέλιξη όπλισε με περισσότερο θάρρος και αποφασιστικότητα τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Γαλάτες, εκτός από το ανελέητο κυνηγητό από τους Έλληνες, είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν και την πείνα, καθώς κάθε προσπάθεια συγκέντρωσης βρώσιμων υλών από τη γύρω περιοχή βαφόταν με αίμα. Περίπου 6.000 Κέλτες χάθηκαν στη μάχη και άλλους 10.000 να ακολουθούν στον πανικό που ακολούθησε. Σε αυτούς προσετέθησαν ακόμα τόσοι, ως θύματα της πείνας και του κρύου. Οι απόψεις για την τύχη του Βρέννου διίστανται: ο Παυσανίας ισχυρίζεται ότι αυτοκτόνησε αφού πρώτα κατανάλωσε «άκρατον οίνον». Ο Ιουστίνος παρουσιάζει ως μέσο της αυτοκτονίας ένα μαχαίρι ενώ ο Διόδωρος αναφέρει ότι πρώτα μέθυσε και στη συνέχεια χρησιμοποίησε ένα σπαθί. Το πλέον πιθανό είναι ότι ο Βρέννος, λόγω των εκτεταμένων τραυμάτων που έφερε, αυτοκτόνησε με το σπαθί του σύμφωνα με το κελτικό έθιμο που απαιτούσε οι βαριά τραυματισμένοι άντρες να αφαιρούν τη ζωή τους αλλά και τη ζωή των άμεσων συγγενικών τους προσώπων.
Πιθανότατα οι Γαλάτες πίστευαν ότι ο αργός θάνατος ήταν εξαιρετικά ατιμωτικός ή ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να πέσουν ζωντανοί στα χέρια του εχθρού. Οι Αθηναίοι, μαθαίνοντας τα γεγονότα, ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Βοιωτούς και ξεκίνησαν να καταδιώκουν από κοινού τους Γαλάτες σκοτώνοντας αυτούς που καθυστερούσαν κι έμεναν πίσω. Οι Γαλάτες κατόρθωσαν να αποσυρθούν από τους Δελφούς και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον Ακιχώριο, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναχωρήσει από την Ηράκλεια για να καλύψει την υποχώρηση των συντρόφων του. Έχοντας πλέον αυτόν ως αρχηγό, μετά από υπόδειξη και επιθυμία του αποθανόντος Βρέννου, κατευθύνθηκαν προς το γαλατικό στρατόπεδο. Καθ’ οδόν, και νιώθοντας καυτή την ανάσα των Αιτωλών στην πλάτη τους, συνάντησαν κοντά στο Σπερχειό τους Θεσσαλούς και τους Μαλιείς, οι οποίοι είχαν σταθεί εκεί αποφασισμένοι να ανταποδώσουν τα δεινά που τους προξένησαν οι επίδοξοι κατακτητές. Οι περισσότεροι Έλληνες ιστορικοί της εποχής καταμαρτυρούν ότι κανένας Γαλάτης δεν επέζησε της σφαγής στο Σπερχειό ποταμό.
Εγκαταστάσεις Γαλατικών Φυλών
Ωστόσο, σύμφωνα με κάποιες άλλες μαρτυρίες, γαλατικό απόσπασμα που είχε επιτεθεί στους Δελφούς, οι Τεκτόσαγες, κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ και άλλοι, υπό τις διαταγές των Κομοντόριου και Βαθάναττου, κατευθύνθηκαν προς το Βορρά έχοντας μαζί τους αρκετά από τα λάφυρα που είχαν συγκεντρωθεί. Μέσω διαρκών επιθέσεων από αυτούς που είχαν δεινοπαθήσει κατά την κάθοδό τους, έφτασαν στη χώρα των Δαρδανών κι εκεί χωρίστηκαν: ο Βαθάναττος στράφηκε προς την Ιλλυρία και εγκαταστάθηκε στην περιοχή της ένωση των ποταμών Σάβου και Δούναβη, ενώ ο στρατός του Κομοντόριου νίκησε τους Τριβαλλούς και τους Γέτες και εγκαταστάθηκε στην Τύλη, στις δύο πλευρές του Αίμου, κοντά στη σημερινή βουλγαρική πόλη Στάρα Ζάγορα. Οι Γαλάτες υπό τις διαταγές του Λουτάριου και του Λεοννόριου πέρασαν στον Ελλήσποντο και, αφού υποσχέθηκαν πίστη και φιλία στο Νικομήδη, βασιλιά της Βιθυνίας, εγκαταστάθηκαν στην Ανατολία, σε μια περιοχή που έλαβε το όνομά τους (Γαλατία).
Σημασία της Ελληνικής νίκης
Οι Γαλάτες εισβάλλοντας στην Ελλάδα είχαν σκοπό όχι απλώς να τη λεηλατήσουν αλλά και να την αποικίσουν. Πήραν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους με σκοπό να βρουν νέες εστίες και να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτές. Σε αυτήν την άποψη συνηγορεί το ότι μετά τη δεύτερη εισβολή, οι επιζήσαντες δημιούργησαν κελτικό βασίλειο στην Τύλη, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία και παρέμειναν εκεί για αρκετούς αιώνες ως μια αυτοτελής εθνική ομάδα.
Είναι αξιομνημόνευτη η αποφασιστικότητα που επέδειξαν μέσα στην απελπισία τους οι Έλληνες. Αξιοσημείωτο είναι ότι αγωνιζόμενοι να επιζήσουν, αφάνισαν δεκάδες χιλιάδες Γαλάτες παρότι συνολικά δεν είχαν συγκεντρώσει περισσότερους από 30.000 μαχητές. Το κατόρθωμα αυτό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο σωματότυπος και η αριθμητική υπεροχή του εχθρού, σε συνδυασμό με την έλλειψη των μεγάλων ηγετών στον Ελλαδικό χώρο – δεδομένης της απουσίας των Πύρρου και του Αντίγονου Γονατά – καθιστούσε αναμενόμενη την Κελτική επικράτηση.
Ωστόσο, σε μια εποχή φθοράς των παλαιών αξιών, εμφύλιων σπαραγμών και με την λάμψη του ελληνικού πολιτισμού να σβήνει, το ελληνικό πνεύμα, με πρωταγωνιστές τους Αιτωλούς, απέδειξε για ακόμα μια φορά την αξία του ενάντια σε έναν ισχυρό και αλώβητο λαό που δέσποζε σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη και ο οποίος στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα είχαν κατακτήσει τη μετέπειτα κοσμοκράτειρα Ρώμη.
Οι Έλληνες, σε μια εποχή παρακμής, τέλεσαν έναν άθλο μεγαλύτερο ίσως από εκείνον της αναχαίτισης των Περσικών ορδών μερικούς αιώνες πριν, όταν η Ελλάδα ήκμαζε σε όλους τους τομείς. Είναι πράγματι θλιβερό που μια τόσο σημαντική στιγμή στην ελληνική ιστορία δεν έχει την προβολή που της αρμόζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου